ουδός

ουδός
ο психол, порог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ουδός" в других словарях:

  • οὐδός — 1 threshold masc nom sg οὐδός 2 way fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδός — (I) ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός) νεοελλ. 1. (φυσιολ. ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου») β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • οὐδοῖο — οὐδός 1 threshold masc gen sg (epic) οὐδός 2 way fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῖς — οὐδός 1 threshold masc dat pl οὐδός 2 way fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῖσιν — οὐδός 1 threshold masc dat pl (epic ionic aeolic) οὐδός 2 way fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδοῦ — οὐδός 1 threshold masc gen sg οὐδός 2 way fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδούς — οὐδός 1 threshold masc acc pl οὐδός 2 way fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδῶν — οὐδός 1 threshold masc gen pl οὐδός 2 way fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδῷ — οὐδός 1 threshold masc dat sg οὐδός 2 way fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδόν — οὐδός 1 threshold masc acc sg οὐδός 2 way fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοί — οὐδός 1 threshold masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»